- γκραν κάσα
- Μουσικό κρουστό όργανο με αμετάβλητο ήχο. Αρχικά τη χρησιμοποιούσαν στις μουσικές μπάντες για να κρατάει τον ρυθμό. Από το δεύτερο όμως μισό του 18ου αι. καθιερώθηκε ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, οπότε και κέντρισε τη φαντασία των συνθετών με τον υπόκωφο, βαθύ, αν και όχι διαπεραστικό ήχο της, που παράγεται χτυπώντας με χοντρές μπαγκέτες τη μία ή και τις δύο μεγάλες μεμβράνες της, οι οποίες είναι τεντωμένες και βιδωμένες πάνω στις δύο πλευρές από ένα πλατύ στεφάνι. Την γ.κ. χρησιμοποίησε ο Μότσαρτ στην όπερά του Απαγωγή από το Σεράι για να δημιουργήσει κωμικές εντυπώσεις ενώ ο Βέρντι (Αΐντα, Φάλσταφ, Ρέκβιεμ, Οθέλλος)για να υπογραμμίσει εντυπώσεις οργής ή έκπληξης. Ο Ντεμπισί, στο συμφωνικό του σκίτσο Η θάλασσα,τη χρησιμοποίησε σε τρέμολα που σβήνουν και ο Τσαϊκόφσκι στην Εισαγωγή 1812,για να μιμηθεί βολές κανονιού.
Γκραν κάσα του αιθιοπικού στρατού.
Dictionary of Greek. 2013.